σιβυλλειος

σιβυλλειος
    σιβύλλειος
    σῐβύλλειος
    3
    сибиллин
    

(βίβλοι Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σιβυλλειος" в других словарях:

  • Σιβύλλειος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιβύλλειος — α, ο / σιβύλλειος, εία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α [Σίβυλλα] σιβυλλικός (α. «Σιβύλλειοι χρησμοί» συλλογή χρησμών οι οποίοι έχουν γραφεί σε διάφορες εποχές, από τον 2ο π.Χ. ώς τον 3ο μ. Χ. αιώνα, σε αρχαίους ελληνικούς εξάμετρους στίχους και… …   Dictionary of Greek

  • Σιβυλλείων — Σιβύλλειος fem gen pl Σιβύλλειος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιβύλλειον — Σιβύλλειος masc acc sg Σιβύλλειος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιβυλλείοις — Σιβύλλειος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιβυλλείου — Σιβύλλειος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιβυλλείους — Σιβύλλειος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιβύλλεια — Σιβύλλειος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιβύλλειοι — Σιβύλλειος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιβυλλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σίβυλλα, σιβύλλειος (α. «Σιβυλλικοί χρησμοί» οι Σιβύλλειοι χρησμοί β. «Σιβυλλικά βιβλία» τα Σιβύλλεια*) 2. μτφ. α) (για πρόσ.) αινιγματικός, μυστηριώδης β) αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, ακατανόητος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»